- μποζαργάτης
- και μποτζαργάτης, ο1. ναυτ. είδος βαρούλκου, ξύλινο μηχάνημα με το οποίο σύρονται ή ανυψώνονται βαριά σώματα2. κάθετος άξονας ελαιοπιεστηρίου, γύρω από τον οποίο τυλίγεται η αλυσίδα που στρέφει τις έλικες3. φρ. «δεν γυρίζει ούτε με μπο(τ)ζαργάτη το κεφάλι του» — λέγεται για τους ισχυρογνώμονες.[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. bocurgat ή, κατ' άλλους, < μπότσος + εργάτης].
Dictionary of Greek. 2013.